30/10/2011
«Όμως βαθιά μέσα μου μια σιγανή φωνή με καλούσε. Αρχικά ήταν μόλις ακουστή, όμως επέμενε ώσπου δεν μπορούσα πια να την αγνοήσω. Ήταν η φωνή των αγριότοπων και ήξερα πως τώρα θα αποτελούσε για πάντα ένα κομμάτι του εαυτού μου»
Πέρσυ Χάρρισον Φώσεττ
Η Χαμένη Πόλη είναι κάτι περισσότερο από πανάρχαια ερείπια χαμένα μέσα σε ζούγκλες, θαμμένα κάτω από άμμους ή βυθισμένα στον ωκεανό. Είναι ένα πανίσχυρο σύμβολο που ανέκαθεν ασκούσε τεράστια γοητεία τόσο στους τολμηρούς που ριψοκινδύνεψαν για να την ανακαλύψουν, όσο και στους απλούς αναγνώστες των σχετικών περιπετειών. Ένας σχεδόν αρχετυπικός εξερευνητής που ριψοκινδύνεψε –και χάθηκε- πασχίζοντας να ανακαλύψει την θρυλική «Ζ», τη Χαμένη Πόλη του Αμαζονίου ήταν και ο Βρετανός συνταγματάρχης Πέρσυ Χάρρισον Φώσεττ (1867-1925;).
Οι σύγχρονοί του, με αρκετή δόση ειρωνείας, τον είχαν χαρακτηρίσει «μυστικιστή» και «ονειροπόλο». Όμως ο Φώσεττ θεωρούσε τους χαρακτηρισμούς αυτούς έπαινο. Και πραγματικά, μόνο ένας άνθρωπος που ονειρεύεται μπορεί να δει όσα δεν βλέπει ο «ορθόδοξος» και «προσγειωμένος». Μόνο ένας ονειρευτής έχει τη δύναμη να διασχίσει ανεξερεύνητες και αφιλόξενες περιοχές, να αντιμετωπίσει άγρια θηρία, εχθρικές φυλές ιθαγενών, μύριους όσους κινδύνους που ενεδρεύουν σε απόκρημνες βουνοκορφές, ποτάμια γεμάτα θάνατο, ανεμοδαρμένα οροπέδια και αδιαπέραστες ζούγκλες. Ο τολμηρός εξερευνητής πίστευε ακράδαντα ότι εκεί, στην «Πράσινη Κόλαση» της τροπικής ζούγκλας, κρύβονταν τα ερείπια πανάρχαιων πόλεων που είχε κτίσει ένας ξεχασμένος λαός. Όμως η ορθόδοξη επιστήμη χλεύαζε τέτοιες θεωρίες –ακόμα και την εποχή του Φώσεττ, όταν γνωρίζαμε πολύ λιγότερα για τους προκολομβιανούς πολιτισμούς. Χλεύαζε. Δεν χλευάζει πια.
Ο Φώσεττ συνδύαζε την ψυχοσύνθεση του τολμηρού εξερευνητή με την ευγένεια και τη μεγαλοψυχία του τζέντλεμαν. Μολονότι στρατιωτικός, πίστευε πως τα όπλα δημιουργούν περισσότερα προβλήματα απ’ όσα λύνουν. Ήταν εξαίρετος σκιτσογράφος και μηχανικός –σε ηλικία μόλις 25 ετών είχε ναυπηγήσει δυο κότερα αγώνων και πατεντάρει την «ιχθυοειδή καμπύλη» που άνοιξε νέους δρόμους στη ναυπηγική. Όμως είχε το «ελάττωμα» να ενδιαφέρεται για την ψυχομετρία και τα παραψυχικά φαινόμενα. Οι σύγχρονοί του –και πολλοί μοντέρνοι- τον κατέκριναν γι αυτό. Και οι μεν και οι δε διέπρατταν σφάλμα στενομυαλιάς: οι μεν απέρριπταν μυωπικά μια «αιρετική» μέθοδο που μπορούσε όμως να προσκομίσει αποφασιστικής σημασίας στοιχεία, οι δε διέπρατταν κλασικό σφάλμα ‘παροντισμού’ [δείτε εδώ], κρίνοντας το παρελθόν με τα κριτήρια του παρόντος. Την εποχή του Φώσεττ, αμέτρητοι σοβαροί θετικοί επιστήμονες ενδιαφέρονταν έντονα για τον Πνευματισμό και τα Ψυχικά Φαινόμενα.
Η εξιστόρηση των περιπετειών του Φώσεττ και των συναδέλφων του στις ζούγκλες και τις ερημιές της Νότιας Αμερικής των αρχών του 20ου αιώνα θα απαιτούσε ένα χοντρό βιβλίο. Στην πραγματικότητα το βιβλίο αυτό υπάρχει. Γράφτηκε σε πρώτο πρόσωπο από τον γιο του Φώσεττ, Μπράιαν, με βάση τις σημειώσεις και τα ημερολόγια του πατέρα του. Και βεβαίως συνιστάται ανεπιφύλακτα [δείτε εδώ] τόσο σαν πηγή στοιχείων, όσο και σαν σαγηνευτική εποποιία εξερεύνησης του αγνώστου. Οι αποστολές του Φώσεττ ξεκίνησαν το 1906 όταν του ανατέθηκε η χάραξη των συνόρων μεταξύ Βολιβίας και Βραζιλίας –αφιλόξενες και αδιάβατες περιοχές για τις οποίες κανείς δεν γνώριζε τίποτε. Δυο χρόνια μετά ξεκίνησε νέα εξερεύνηση στην Παραγουάη και τη Βραζιλία. Εκεί άκουσε πολλές παράξενες ιστορίες για σπηλιές με επιγραφές σε μια άγνωστη γλώσσα, και για τους θρυλικούς «λευκούς Ινδιάνους» στα βάθη της ζούγκλας. Ο σπόρος της αρχαιολογικής έρευνας φυτεύτηκε στο μυαλό του και τα επόμενα χρόνια θα βλάσταινε. Και αργότερα η εξιχνίαση των αρχαιολογικών μυστηρίων του Αμαζονίου θα εξελισσόταν σε έμμονη ιδέα. Ο Φώσεττ κατέληξε να πιστεύει ότι υπήρξε ένας πανάρχαιος νοτιοαμερικανικός πολιτισμός, δημιουργός των υπέροχων μεγαλιθικών μνημείων των Άνδεων και ότι τα ίχνη του κρύβονταν στις αδιαπέραστες ζούγκλες του Αμαζονίου. Αρχαιολογικά ευρήματα, ινδιάνικες παραδόσεις και ιστορίες ενισχύουν την άποψή του αυτή. Ένα από τα σημαντικότερα πειστήρια ήταν το περίεργο ημερολόγιο μιας ομάδας Πορτογάλων τυχοδιωκτών που προσπάθησαν να ανακαλύψουν τα θρυλικά χαμένα ορυχεία του Μουριμπέκα το 1743. Δεκαοκτώ τολμηροί άντρες περιπλανήθηκαν στο μυστηριώδες Μάτο Γκρόσσο της Βραζιλίας, αντιμετωπίζοντας θηρία, δηλητηριώδη φίδια, αιμοδιψή έντομα και νυχτερίδες, ακραίες κλιματικές συνθήκες και άγριους ιθαγενείς. Μετά από χρόνια κοπιαστικής πορείας και άκαρπης έρευνας, η ομάδα επέστρεφε στις αποικίες της ακτής, όταν συνάντησε μιαν άγνωστη οροσειρά. Φτάνοντας στην κορυφή, αντίκρισαν ένα ανέλπιστο θέαμα: μια μεγάλη πόλη με ισχυρά τείχη και χωρίς ίχνος ζωής. Όταν την πλησίασαν, επιβεβαίωσαν ότι ήταν παντέρημη. Πέρασαν την πύλη της, που αποτελείτο από τρεις αψίδες καμωμένες από πελώριους μονόλιθους. Εκεί υπήρχε μια επιγραφή με περίεργα γράμματα –πράγμα ακόμα πιο αλλόκοτο αν σκεφτεί κανείς ότι κανένας νοτιοαμερικανικός λαός δεν γνώριζε τη γραφή. Ερείπια κτισμάτων υπήρχαν παντού, αποτελούμενα από πελώριους ογκόλιθους που εφάρμοζαν τέλεια ο ένας με τον άλλον. Στην κεντρική τεράστια πλατεία της πόλης υπήρχε μια τεράστια στήλη από μαύρη πέτρα και στην κορυφή της το άγαλμα ενός άντρα που έδειχνε το βορρά. Δεξιά κι αριστερά υπήρχαν οβελίσκοι ενώ πιο πέρα ένα πελώριο, ερειπωμένο ανάκτορο με ίχνη από τοιχογραφίες. Πάνω όμως από την κεντρική είσοδο ήταν σκαλισμένη η μορφή ενός άντρα, μισόγυμνου, δαφνοστεφανωμένου, ο οποίος βαστούσε ασπίδα. Μια επιγραφή με περίεργα γράμματα υπήρχε κάτω από τα πόδια του. Σε ένα κοντινό ποτάμι υπήρχαν τα ερείπια μιας προκυμαίας. Πέρα από το ποτάμι ορθωνόταν ένα μοναχικό, πελώριο κτίριο. Η επιβλητική είσοδος οδηγούσε σε μια τεράστια αίθουσα με αγάλματα. Οι τυχοδιώκτες έμειναν εκεί για καιρό. Έφυγαν δίχως μάλλον να έχουν ανακαλύψει κανένα θησαυρό και μετά από κοπιαστική πορεία έφτασαν στον πολιτισμό.
Το περίεργο αυτό χειρόγραφο είναι υπαρκτό και βρίσκεται στη Εθνική Βιβλιοθήκη του Ρίο ντε Ζανέιρο. Ο Φώσεττ ονόμασε την χαμένη πολιτεία «Ζ» και σχεδίασε μια τελευταία εξερεύνηση το 1925. Ήταν πια 57 χρονών και παρά την σχεδόν δαιμονικά ισχυρή του κράση, είχε αρχίσει να κουράζεται και να απογοητεύεται, μην έχοντας πια ικανούς συνεργάτες. Τελικά ξεκίνησε με παρέα το μεγαλύτερο γιο του, Τζακ, και τον φίλο του, Ρέιλι Ρίμμελ. Τα μηνύματα της αποστολής έφταναν στον πολιτισμό μέσω ιθαγενών και άλλων ανθρώπων που συναντούσαν στην πορεία. Στις 29 Μαΐου 1925 ο Φώσεττ έστειλε μήνυμα στη γυναίκα του λέγοντας πως ήταν έτοιμοι να εισέλθουν σε ανεξερεύνητη επικράτεια. Ήταν και το τελευταίο του. Κανείς δεν ξαναείδε τον Πέρσυ Χάρισσον Φώσεττ, τον Τζακ και τον Ρέιλι Ρίμμελ.
Τα επόμενα χρόνια οργανώθηκαν πολλές αποστολές που προσπάθησαν να τον βρουν, αλλά χωρίς επιτυχία. Εκτιμάται ότι πάνω από εκατό άνθρωποι πέθαναν ή εξαφανίστηκαν στο πλαίσιο 13 αποστολών αναζήτησης του Φώσεττ! Κατά καιρούς υπήρξαν αναφορές ότι κάποιοι τον είχαν δει, αλλά καμία δεν επιβεβαιώθηκε. Η εξαφάνιση της αποστολής Φώσεττ είχε πλέον μετατραπεί σε πανίσχυρο θρύλο. Και οι αποστολές στα ίχνη του Φώσεττ συνεχίζονται μέχρι σήμερα –σε ένα εντελώς διαφορετικό τοπίο, όπου μεγάλα τμήματα της ζούγκλας έχουν αποψιλωθεί.
Από την εποχή του Φώσεττ πέρασαν πολλά χρόνια και οι γνώσεις μας τόσο για την Αμαζονία όσο και για τους προκολομβιανούς πολιτισμούς αυξήθηκαν θεαματικά. Ακόμα περισσότερο, η ίδια η αντίληψή μας για το παρελθόν και τους πολιτισμούς του έχει αλλάξει. Σε κάθε εποχή επικρατούν κάποιες «μόδες» οι οποίες παίζουν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση των εκάστοτε αντιλήψεων, ακόμα και στις «σκληρές» και υποτιθέμενα αντικειμενικές επιστήμες –πόσο μάλλον σε πιο «ήπιες» όπως η αρχαιολογία και η ανθρωπολογία. Η κατανόηση αυτού του πολιτιστικού πλαισίου έχει πολύ μεγάλη σημασία.
Στις αρχές του 20ου αιώνα η τότε δημοφιλής αρχαιολογική αντίληψη περί Πολιτιστικής Διάχυσης (diffusion) ισχυριζόταν ότι, αν είχε υπάρξει ποτέ ένας προηγμένος αρχαίος πολιτισμός στη Νότια Αμερική, η προέλευσή του θα ήταν είτε από τη Δύση είτε από την Εγγύς Ανατολή (χαμένες φυλές του Ισραήλ, Φοίνικες, Αιγύπτιοι κλπ). Οι σχετικές θεωρίες και αντιλήψεις ήταν αρκετά δημοφιλείς τότε. Επιπλέον η αντίληψη περί υπεροχής της λευκής φυλής ήταν σταθερά παγιωμένη. Οι σκουρόχρωμοι Ινδιάνοι όφειλαν να είναι «υποδεέστεροι». Κάτι τέτοιο το ονομάζουμε σήμερα «ρατσισμό» και το θεωρούμε μεμπτό, αλλά ας μην ξεχνάμε ότι κάθε εποχή έχει και τις μόδες της. Ακόμα και η δική μας. Έτσι οι ινδιάνικοι θρύλοι περί «λευκών εκπολιτιστών θεών» θεωρούνται σήμερα ως κατασκευάσματα που πλάστηκαν την εποχή της ισπανικής κατάκτησης. Ο Φώσεττ έκρινε πόσο «λευκή» ήταν μια ινδιάνικη φυλή για να την θεωρήσει ως πολιτισμένη ή απομεινάρι πανάρχαιου πολιτισμού, σύμφωνα με τα τότε ισχύοντα βικτοριανά κριτήρια.
Παρόλα αυτά, τα στοιχεία υπάρχουν. Το πορτογαλικό χειρόγραφο του 18ου αιώνα είναι υπαρκτό. Τα μεγαλιθικά αινίγματα και τα άλλα αινιγματικά ερείπια, διάσπαρτα σε όλη τη Νοτιοαμερικανική ήπειρο είναι υπαρκτά. Το ίδιο και οι παράξενες παραδόσεις και μυθολογίες. Όμως ο Φώσεττ μιλούσε για τη «Ζ», μια πόλη-απομεινάρι πανάρχαιου εξελιγμένου πολιτισμού στην καρδιά της βραζιλιάνικης ζούγκλας. Κάτι τέτοιο ερχόταν σε κατάφωρη αντίθεση με τις καθεστηκυίες αντιλήψεις. Στην Αμαζονία οι συνθήκες που επικρατούν είναι ανελέητες. Κι αυτό δημιούργησε κάτι που ονομάζεται «περιβαλλοντικός ντετερμινισμός». Σύμφωνα με την αντίληψη αυτή, η κοινωνία είναι δέσμια της γεωγραφίας: ακόμα κι αν κάποιοι πρώιμοι άνθρωποι κατάφερναν να επιβιώσουν σε μια περιοχή με τόσο σκληρές συνθήκες, δεν επρόκειτο να εξελιχθούν σε κάτι περισσότερο από μικρές πρωτόγονες φυλές με ελάχιστο «περιβαλλοντικό αποτύπωμα», και φυσικά με ελάχιστη τεχνολογία. Αν η «Ζ» ανακαλυπτόταν σε ένα τέτοιο περιβάλλον θα έγραφε «κυριολεκτικά ένα νέο κεφάλαιο στην ανθρώπινη ιστορία», όπως είχε αναφέρει μια εφημερίδα λίγο πριν το ξεκίνημα της τελευταίας αποστολής του Φώσεττ.
Επιπλέον, η όλη ιστορία περί «Ζ» ουδέποτε αντιμετωπιζόταν ευνοϊκά από το αρχαιολογικό κατεστημένο επειδή ο Φώσεττ δυσφημίστηκε ως οπαδός της Θεοσοφίας της Μπλαβάτσκι, κοινωνός των μυστικιστικών θεωριών της περί Ατλαντίδας και φυσικά, «ρατσιστής». Είναι χαρακτηριστικό αυτό που είπε ο (πολύ μεταγενέστερος) εξερευνητής Τζων Χέμμινγκ (John Hemming) ο οποίος, πέφτοντας αναπόφευκτα στην παγίδα του παροντισμού και της πολιτικής ορθότητας, τον χαρακτήρισε ως «νιτσεϊκό εξερευνητή» που ξεστόμιζε «ανοησίες περί ευγονικής». Προσωπικά, τέτοιες απόψεις μου φέρνουν στο νου την τρομερή ρήση του Επιθεωρητή Κάλλαχαν [δείτε εδώ]. Από την άλλη μεριά ο γνωστός Σουηδός εξερευνητής Έρλαντ Νόρντενσκιελντ (Erland Nordenskiöld, 1877-1932) που είχε γνωρίσει τον Φώσεττ, είχε πει ότι ήταν «αυθεντικός άντρας και απολύτως άφοβος», παρότι διακατεχόταν από «αχαλίνωτη φαντασία». Το πιθανότερο είναι πως όσο γερνούσε, ο Φώσεττ η ιδέα περί «Ζ» του είχε γίνει έμμονη. Αρχικά την περιέγραφε πολύ επιφυλακτικά στις σημειώσεις του. Όμως μέχρι το 1924 έγραφε για ένα μυστικό βασίλειο Ατλάντων που έμοιαζε με τον Κήπο της Εδέμ. Η «Ζ» είχε μεταμορφωθεί στο «λίκνο όλων των πολιτισμών», στο κέντρο μιας από τις Λευκές Στοές της Μπλαβάτσκι, όπου μια ομάδα ανώτερων πνευματικά όντων διευθύνουν τη μοίρα του σύμπαντος.
Άραγε αυτό σημαίνει ότι τα περί «Ζ» ήταν τελικά ανοησίες; Όχι βέβαια. Γελάει καλά όποιος γελάει τελευταίος. Και το 2005 έσκασε η βόμβα. Ο Αμερικανός αρχαιολόγος Michael Heckenberger ανακάλυψε τα ίχνη ενός πανάρχαιου πολιτισμού στην Αμαζονία! Η αποψίλωση του τροπικού δάσους είχε αποκαλύψει τεράστια χωματουργικά έργα μεγάλης ακρίβειας, ακόμα και λεωφόρους που εκτείνονταν σε απόσταση 250 χλμ στις δυτικές παρυφές της βραζιλιανής Αμαζονίας και στη βόρεια Βολιβία. Μέχρι σήμερα έχουν ανακαλυφθεί κάπου 260 τοποθεσίες με φαρδιές λεωφόρους και περιβόλους με ποικίλα γεωμετρικά σχήματα. Κάποιοι από αυτούς έχουν διάμετρο 300 μ και εκτιμάται ότι κατασκευάζονταν ακόμα και μέχρι το 13ο αιώνα. Άλλοι μοιάζουν εκπληκτικά με αντίστοιχα χωματουργικά κατασκευάσματα πολλές χιλιάδες χιλιόμετρα στο βορρά, στο Οχάιο των ΗΠΑ! Πολλά κατασκευάσματα φαίνεται να είναι αστρονομικά ευθυγραμμισμένα. Σε ορισμένα σημεία υπάρχουν και μεγαλιθικά μνημεία! Το 2006 στη βόρεια βραζιλιανή Αμαζονία ανακαλύφθηκε ένα προϊστορικό αστεροσκοπείο με πελώριους γρανιτικούς λίθους ύψους 3μ και βάρους αρκετών τόνων –που ονομάστηκε μάλιστα «Στόουνχεντζ της Αμαζονίας». Ελάχιστα είναι γνωστά για τον μυστηριώδη πολιτισμό που τα δημιούργησε όλα αυτά. Προφανώς όμως κάτι πολύ αξιοσημείωτο συνέβαινε στην περιοχή πολύ πριν την άφιξη των Ευρωπαίων. Η Αμαζονία δεν είναι πια μια «αρχαιολογική μαύρη τρύπα». Η ηλικία μερικών ευρημάτων ξεπερνά τα 10.000 χρόνια. Όλα αυτά κλονίζουν ήδη συθέμελα τις ισχύουσες αντιλήψεις για το πώς κατοικήθηκε αρχικά η νοτιαμερικανική ήπειρος.
Η αντίληψη περί «πανάρχαιου» και «παρθένου» τροπικού δάσους αποδείχθηκε η πλέον παραπλανητική. Μεγάλο μέρος της ζούγκλας του Αμαζονίου είναι ηλικίας μόλις μερικών αιώνων. Δημιουργήθηκε μετά την καταστροφή των τοπικών κοινωνιών εξαιτίας της έλευσης των Ευρωπαίων. Πολλές φορές μάλιστα, η ανθρώπινη κατοίκηση μιας άγονης εδαφικά περιοχής συνέβαλε αποφασιστικά στην μετέπειτα εξάπλωση της ζούγκλας επειδή το χώμα εμπλουτιζόταν από ανθρώπινα απόβλητα και υπολείμματα (terra preta do Indio). Η Αμερική δεν ήταν ο παρθένος αγριότοπος που υποτίθεται ότι ήταν όταν έφτασαν οι λευκοί. Απεναντίας, οι ντόπιοι πληθυσμοί ήταν πολύ μεγαλύτεροι και άφηναν πολύ μεγαλύτερο «περιβαλλοντικό αποτύπωμα», έχοντας επηρεάσει σημαντικά το περιβάλλον που ζούσαν, κυρίως μέσω της φωτιάς. Μια νέα εικόνα της προκολομβιανής Αμερικής αναδύεται αργά αλλά σταθερά. Και πρωτοπόροι σαν τον συνταγματάρχη Φώσεττ αποδεικνύεται ότι είχαν προηγηθεί της εποχής τους. Είχαν καταφέρει να αντικρίσουν από μακριά τις επάλξεις της Χαμένης Πόλης…
Το παρών άρθρο αποτελεί μέρος της συνεργασίας του alt-arc με τον συγγραφέα-ερευνητή Θανάση Βέμπο. Τα πνευματικά δικαιώματα, ανήκουν αποκλειστικά και μόνο στον ίδιο τον συγγραφέα. Απαγορεύεται με οποιοδήποτε τρόπο η αναπαραγωγή του άρθρου!